04 Ιουλίου, 2013

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΧΙΑ ΣΤΑ ΣΠΑΤΑ

Η ιστορία ενός τόπου που εκτείνεται σε πέντε χιλιάδες περίπου χρόνια.  Η ιστορική εξέλιξη σ’ αυτήν εδώ την περιοχή από τη νεολιθική περίοδο μέχρι σήµερα  όπως καταλαβαίνετε, µπορεί να γίνει µόνο µε συντοµία. Η ιστορία της Ανατολικής Αττικής και ιδιαίτερα των Σπάτων είναι μακρόχρονη και πολυτάραχη, έχει διακυµάνσεις µε περιόδους ανάπτυξης και λάµψης αλλά και µε περιόδους λησµονιάς και ύφεσης. Πάντοτε όµως είναι ενδιαφέρουσα.   Οι ιστορικοί και οι αρχαιολόγοι είχαν την πολύ μεγάλη τύχη, μέσα στην τελευταία δεκαετία, λόγω των έργων του νέου αεροδροµίου της Αθήνας αλλά και της διάνοιξης των νέων οδικών αξόνων, να γίνουν τόσο πολλές ανασκαφές και ανακαλύψεις, όσες δεν είχαν γίνει ποτέ μέχρι σήµερα. Αυτό βοήθησε στο να αποκτήσουµε πληρέστερη, αλλά όχι πλήρη άποψη για την ιστορία της περιοχής και να βγουν συµπεράσµατα που ίσως µόνο µπορούσαµε να φανταστούµε. Ελπίζω ότι η συνέχιση των ανασκαφών στην περιοχή θα δείξει µε πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια το ιστορικό παρελθόν ενός πολύ σηµαντικού τµήµατος της Αττικής, η οποία για πολλούς αιώνες υπήρξε το πολιτιστικό κέντρο του κόσµου. Αν αρχίσουµε από τη γεωλογική µορφή του τόπου, θα δούµε ότι η περιοχή των Σπάτων βρίσκεται περίπου στο κέντρο της μεγάλης πεδιάδας που ορίζεται από τον Ορεινό όγκο του Υµηττού, της Πεντέλης και το νότιο Ευβοϊκό κόλπο. Ταυτόχρονα δεσπόζει σε ένα σχετικό ύψωµα και αυτό σηµαίνει ότι εξασφάλιζε όλες τις πρoϋπoθέσεις για την κατοίκηση στην προϊστορική περίοδο. Οι άνθρωποι τότε ήταν γεωργοί και είχαν ανάγκη από εύφορη γη, νερό και ταυτόχρονα ένα ύψωµα για να κατοικήσουν, ώστε να µην τους ενοχλούν οι εχθροί τους. Η περιοχή των Σπάτων λοιπόν τα είχε όλα αυτά και επίσης βρισκόταν κοντά σε φυσικά και προφυλαγµένα λιµάνια, όπως της Ραφήνας και του Πόρτο Ράφτη που εξασφάλιζαν την επικοινωνία µε το Νότο και την Ανατολή του Αιγαίου αλλά και της Μεσογείου. Φαίνεται ότι η περιοχή κατοικήθηκε πολύ παλιά, από την παλαιολιθική ίσως εποχή, όπως δείχνουν ευρήµατα, εργαλεία κλπ., που έχουν ανακαλυφθεί στη σπηλιά του Κίτσου κοντά στο Λαύριο που χρονικά τοποθετείται περίπου στο 40.000 π.Χ. Αυτήν την περίοδο ο άνθρωπος δεν είχε µόνιµη κατοικία και περιφερόταν παντού ακολουθώντας τα ζώα που κυνηγούσε και μαζεύοντας καρπούς χωρίς να τους καλλιεργεί. Στη Νεολιθική περίοδο που ακολουθεί και εκτείνεται περίπου από το 6.000 – 3.000 π.Χ. αρχίζει η καλλιέργεια του εδάφους, εποµένως και η µόνιµη εγκατάσταση σε µικροοικισµούς. Ευρήµατα αυτής της περιόδου έχουν βρεθεί σε πολλές περιοχές της Ν.Α. Αττικής, όπως στη Βραυρώνα, την Παλλήνη, τη Λούτσα, τα Σπάτα (Μπούρα) κ.α. πολλοί απ’ αυτούς τους οικισµούς περικλείονται από τείχος, γεγονός που δείχνει ότι υπήρχαν συγκρούσεις είτε µεταξύ των κατοίκων είτε επιδροµές ξένων από ξηρά ή από θάλασσα. Απ’ ότι φαίνεται προς το τέλος της Νεολιθικής περιόδου, γύρω στο 3.000 π.Χ., ο σηµαντικότερος και πιo οχυρωµένος οικισµός είναι αυτός που βρέθηκε στην περιοχή Ζάγανι των Σπάτων. Βρίσκεται στην κορυφή του λόφου και περικλείεται από τείχος διαµέτρου 80 περίπου μέτρων, είναι χωρισµένος σε δύο περιοχές και υπάρχει κεντρική οδός που στις δύο πλευρές της υπάρχουν τα υπολείµµατα απλών σπιτιών. Φαίνεται ότι η ακρόπολη του Ζάγανι έλεγχε τους δρόµους της πεδιάδας προς τη Λούτσα κυρίως.
Με την περίοδο του οικισµού στο Ζάγανι η περιοχή φαίνεται ότι εγκαταλείπει γύρω στο 3.200 – 3.000 π.Χ. την εποχή του λίθου και να µπαίνει στην εποχή του χαλκού που θα δώσει στον κόσµο µία απ’ τις λαµπρότερες περιόδους της ιστορίας του. Σ’ αυτή τη φάση οι οικισµοί πολλαπλασιάζονται σε όλα τα Μεσόγεια αλλά και στις παράλιες περιοχές, Ραφήνα, Λούτσα, Σπάτα, Ζάγανι, Βραυρώνα κλπ. Οι οικισµοί γεµίζουν ζωή, που διαθέτει όµως και νέα στοιχεία, άγνωστα µέχρι τότε, στοιχεία που υπηρχαν στις Κυκλάδες αλλά και στην Κρήτη, αυτά τα στοιχεία βέβαια αποδεικνύουν και κάποιες πρώτες, δειλές επαφές µε πλοία µε το προϊστορικό Αιγαίο. Το γεγονός έρχεται να το επιβεβαιώσει και ο Μύθος του Ταύρου της Κρήτης που ο Ηρακλής άφησε ελεύθερο στον κάµπο του Μαραθώνα και ο Θησέας τον συνέλαβε και τον θυσίασε στον Ποσειδώνα. Ο μύθος αυτός θα µας απασχολήσει αργότερα, όταν θα αναφερθούµε στο έθιµο, της γιορτής των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Σ’ αυτή λοιπόν την πρώτη περίοδο του χαλκού 3.200 – 2.000 π.Χ. οι οικισµοί συνεχίζουν να είναι οχυρωµένοι αλλά πολύ πιο οργανωµένοι. Υπάρχουν εργαστήρια κεραµικής και µεταλλουργίας για την παραγωγή αγγείων και εργαλείων. Αρχίζει επίσης το εµπόριο. Σ’ αυτήν την περίοδο οργανώνονται και οι αγροτικές καλλιέργειες, κάτι που µας ενδιαφέρει απόλυτα. Έχουν βρεθεί τεράστιοι αριθµοί από µικρούς µύλους για το άλεσµα των σιτηρών αλλά ταυτόχρονα έχει επιβεβαιωθεί η καλλιέργεια της ελιάς και του αµπελιού, προϊόντων που µέχρι την τελευταία δεκαετία και σήµερα ακόµα αποτελούν τη χαρακτηριστική παραγωγή της περιοχής.Στο τέλος αυτής της περιόδου αρχίζουν να εισβάλλουν στην Ελλάδα οι πρώτοι Αχαιοί που θα αλλάξουν το ιστορικό τοπίο και θα δώσουν στην περιοχή των Σπάτων την πρωτεύουσα ίσως θέση στην πεδιάδα της Νοτιοανατολικής Αττικής. Περίπου στα 2.000 π.Χ. τα µικρά χωριά φαίνεται ότι εγκαταλείπονται και αναδεικνύονται τέσσερις µεγάλοι οικισµοί, η Βραυρώνα, οι Λαµπτρές, o Σφηττός και τα Σπάτα σε οχυρές θέσεις προκειµένου να ελέγχουν την ασφάλεια και το εµπόριο της περιοχής. Στη Μυκηναϊκή περίοδο που ακολουθεί (1600 – 1050 π.Χ.) τα Σπάτα φαίνεται ότι κατέχουν κυρίαρχη θέση. Παρά το γεγονός ότι δεν έχουν γίνει συστηµατικές ανασκαφές στην ίδια την περιοχή των Σπάτων, τα στοιχεία που ήρθαν στο φως από την ανασκαφή δύο τάφων στο λόφο Μαγούλα δείχνουν την σπουδαιότητα του τόπου σ’ αυτή τη λαµπρή περίοδο της Ελληνικής προϊστορίας. Οι τάφοι ανεσκάφησαν το 1877 από το Σταµατάκη και πάρα το γεγονός ότι ήταν άγρια συλημένοι και στην αρχαιότητα και σε μεταγενέστερες εποχές, τα υπολείµµατα των ευρηµάτων του μεγάλου κυρίως τάφου δείχνουν έναν πλούτο μοναδικό που µέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί σε άλλη περιοχή της Ν.Α. Αττικής. Δυστυχώς η ανασκαφή έχει δηµοσιευθεί ανεπαρκώς σε αρχαιολογικά περιοδικά της εποχής και η αναδηµοσίευση των ευρημάτων ακόμη αναμένεται.
Θα µου επιτρέψετε να επιµείνω λίγο στους Μυκηναϊκούς τάφους των Σπάτων γιατί είναι πραγµατικά πολύ σηµαντικοί! Ο ένας απ’ αυτούς διαθέτει τρία δωµάτια σε ορθή γωνία που συνδέονται µεταξύ τους. Σ’ αυτά οδηγούσε λαξευτός δρόµος µε µήκος 22,5 µ. και πλάτος 3 µ. Ενας τόσο πολύπλοκος τάφος για τα ελληνικά δεδοµένα υπάρχει  στον τάφο των παιδιών του Οιδίποδα στη Θήβα, που είχε όµως δύο θαλάµους και όχι τρεις. Τα ευρήµατα είναι εξίσου σηµαντικά, µοναδικά θα έλεγα για την περιοχή. Παρά την καταστροφή και την αρπαγή του τάφου ήδη από τα αρχαία χρόνια, η ανασκαφή απεκάλυψε 2164 αντικείµενα κυρίως από ελεφαντόδοντο, γαλάζια και γκρίζα υαλόµαζα, χαλκό και χρυσάφι. Τα κοµµάτια από το ελεφαντόδοντο πρέπει να ήταν διακοσµήσεις σε ξύλινα έπιπλα ή κουτιά που µας είναι γνωστά και από τις Μυκήνες, την Πύλο, τις Αρχάνες στην Κρήτη κλπ. ένα µικρό κεφάλι πολεµιστή µε κράνος διατηρεί και την τρύπα που περνούσε το καρφί που το στήριζε. Βρέθηκαν επίσης ένα χτένι από ελεφαντόδοντο µε πλούσια διακόσµηση σφιγγών, όπως και κοµµάτια από επιχρυσωµένη υαλόµαζα. Το σηµαντικότερο ίσως εύρηµα είναι κοµµάτια από χαυλιόδοντες κάπρων που αν συνδεθούν µεταξύ τους δηµιουργούν δύο τουλάχιστον κράνη, όπως µας τα περιγράφει ο Όµηρος. Τέλος αρκετές χάντρες χρυσές σε σχέδια που συναvτάµε στην Κρήτη και την Αίγυπτο. Αυτές οι χάντρες ίσως αποτελούσαν κοσµήµατα. Σε µία όµως περίπτωση που βρέθηκε µία ταφή αµετακίνητη αποδείχτηκε ότι ήταν ραµµένες στα στριφώµατα φορεµάτων επίσηµων γυναικών.  Στο μεγάλο τάφο των Σπάτων, ανάµεσα στους άλλους νεκρούς υπήρχε και µία πολύ επιφανής  γυναίκα αριστοκρατικής  καταγωγής και µε ιερατικά καθήκοντα που είχαν σχέση µε τις τελετουργίες τις σχετικές µε τα αµπέλια. Ο περίφηµος αυτός τάφος. χρονολογείται στα 1400 – 1100 π.Χ. περίπου. Όλα τα παραπάνω ευρήµατα μαζί µε τα περίπου 100 αγγεία που βρέθηκαν δείχνουν την ηγετική θέση της περιοχής στον κόσµο της Ν.Α. Αττικής. Ένας τεράστιος τάφος μοναδικής αρχιτεκτονικής που περιέχει εκατοντάδες αντικείµενα από πολύτιµες ύλες, έπιπλα στολισµένα από ελεφαντόδοντο ή γυαλί σκεπασµένο µε χρυσάφι, πολύτιµα κράνη και φορέµατα στολισµένα µε χρυσές χάντρες είναι ασφαλώς απόδειξη πλούτου και δύναµης κάποιων οικογενειών µε µεγάλη πολιτική και θρησκευτική δύναµη. Ίσως µία τοπική βασιλική δυναστεία. Σκεφτείτε βέβαια ποια θα ήταν η εικόνα του τάφου πριν καταστραφεί και συληθεί. Είναι σίγουρο ότι στην περιοχή υπάρχουν ακόµη πολλά να βρεθούν, όπως µας δείχνει και το μεγάλο νεκροταφείο της Περατής κοντά στο Πόρτο-Ράφτη όπου έχουν βρεθεί χιλιάδες αντικείµενα πολλά από τα οποία έχουν έρθει από τη Συρία, την Αίγυπτο ή και τη Μεσοποταµία. Μπορούµε λοιπόν να πούµε µε ασφάλεια ότι η περιοχή κατά την Μυκηναϊκή περίοδο παρουσίασε τεράστια ανάπτυξη, ίσως ανάλογη µε την Αθήνα, και διατηρούσε εµπορικές σχέσεις µε τις Κυκλάδες, την Κρήτη, την Κύπρο και την Ανατολική Μεσόγειο. Υπήρξε δηλαδή µία επικράτεια παράλληλη και µάλλον έξω από την Αθηναϊκή επιρροή.
Στη συνέχεια έρχονται τα Γεωµετρικά χρόνια. Ο Μεσαίωνας, όπως λέγεται, της αρχαιότητας. Από το 1100 – 700 περίπου π.Χ. οι µεγάλοι Μυκηναϊκοί οικισµοί καταρρέουν και δεν υπάρχουν ενδείξεις για µεγάλες πόλεις. Μικρά χωριά αντικαθιστούν τα µεγάλα κέντρα και τα µοναδικά ευρήµατα προέρχονται από ταφές στη Ραφήνα, Μερέντα, Σπάτα, Κορωπί κτλ. Η οικονοµία συνεχίζει να είναι αγροτική αλλά µε πιο φτωχά και ταπεινά µέσα, χωρίς τη λάµψη της προηγούµενης περιόδου.

Η κατάσταση αλλάζει ριζικά στους δύο αιώνες που ακολουθούν, τον 7ο και τον 6ο π.Χ. Ο Πεισίστρατος που κατάγεται από τα Μεσόγεια και ο γιος του Ίππαρχος προσπαθούν να αναβαθµίσουν την περιοχή δηµιουργώντας οδικό δίκτυο και χτίζοντας ίσως τον πρώτο ναό της Ταυροπόλου Αρτέµιδος στη Βραυρώνα. Φαίνεται ότι και πάλι αρχίζει σηµαντική οικονοµική αλλά και πολιτιστική άνθιση της περιοχής και φυσικά της περιοχής των Σπάτων. Αρχίζουν να χτίζονται τα µεγάλα ιερά που θα χαρακτηρίσουν την επόµενη περίοδο την κλασσική Αθήνα και τα ταφικά µνηµεία είναι απίστευτης ποιότητας. Οι κούροι και οι κόρες της περιοχής είναι ονοµαστοί και στα Σπάτα ανακαλύπτονται δύο σηµαντικότατες στήλες επιτύµβιες από την περιοχή της Βελανιδέζας. Η ανάγλυφη στήλη του Αριστείωνα, έργο υψηλότατης τέχνης του 6ου π.Χ. αιώνα και η σηµαντικότατη γραπτή (ζωγραφιστή) στήλη του Λυσέα της ίδιας εποχής. Τα χρώµατα έχουν πάθει µεγάλη καταστροφή αλλά η αποκατάσταση της στήλης θεωρείται ασφαλής. Ο Λυσέας παριστάνεται στεφανωµένος µε κισσό να κρατά στο αριστερό του χέρι κάποια κλαδιά και στο δεξί ένα κάνθαρο (ποτήρι). Μάλλον πρέπει να παρουσιάζεται σε στιγµή Διονυσιακής λατρείας (ο Διόνυσος ήταν πάντα απόλυτα συνδεδεµένος µε την περιοχή). Στο κάτω µέρος παρουσιάζεται ιππέας σε καλπασµό, µάλλον ο ίδιος ο νεκρός στην αγαπηµένη του ασχολία.Τρίτο σηµαντικότατο έργο της περιοχής, ίσως λίγο αρχαιότερο από τα προηγούµενα, είναι η περίφηµη σφίγγα των Σπάτων, ένα υπέροχο έργο εφάµιλλο µε τους κούρους και τις κόρες της Αθήνας. Ήταν κι αυτή επιτύµβιο µνηµείο και πρέπει να βρισκόταν στην κορυφή κάποιας στήλης. Αυτές οι στήλες πολλές φορές έφταναν στο ύψος των τεσσάρων μέτρων.

Η οικονοµία του τόπου παραµένει αγροτική µε κύρια όµως απασχόληση την καλλιέργεια της ελιάς αλλά κυρίως του αµπελιού και την παραγωγή κρασιού. Το κρασί των Μεσογείων γίνεται ονοµαστό και εξάγεται πλέον σ’ όλη τη Μεσόγειο. Σ’ αυτήν την περίοδο, για την οποία µιλάµε, στις αµπελουργικές περιοχές των Μεσογείων, όπου η λατρεία του Διονύσου είναι εντονότατη, θα παρουσιαστεί ένα θαύµα, που από τότε έµεινε αξεπέραστο. Κάπου ανάµεσα στον 7ο και στον 6ο π.Χ. αιώνα, µέσα από τις Διονυσιακές τελετουργίες γεννήθηκε η τραγωδία, το θέατρο. Είναι αυτή η τραγωδία και η κωµωδία που δίδαξαν στους ανθρώπους τις αρχές της Δηµοκρατίας και του ελέγχου των πολιτικών και στήριξαν τη γέννηση της τελειότερης Δηµοκρατίας του κόσµου, της Αθηναϊκής. Είναι αυτή η τραγωδία που µε τα ελάχιστα δείγµατά της που σώθηκαν (µόνο 34 µετά από παραγωγή εκατοντάδων) παρουσιάζει το ελληνικό πνεύµα στα πέρατα της γης. Σκεφτείτε ότι αυτά τα έργα έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες µεταξύ των οποίων κινέζικα, γιαπωνέζικα ακόµα και στην γλώσσα των Εσκιµώων. Αυτό λοιπόν το θαύµα που µένει αξεπέραστο γεννήθηκε εδώ, σ’ αυτά τα χώµατα και το γέννησε η ανάγκη των τελετών για την καλλιέργεια του αµπελιού.

Στην επόµενη κλασσική περίοδο (5ος – 4ος αιώνας π.Χ.) τα Μεσόγεια ανήκουν οριστικά και αµετάκλητα στην Αθήνα και η περιοχή χωρίζεται σε δήµους. Είναι εκείνοι οι δήµοι πού µε τους αντιπροσώπους τους διοικούν την Αθηναϊκή Δηµοκρατία και την επικράτειά της που αρχίζει από τον Εύξεινο Πόντο µέχρι και την Σικελία. Ο Κλεισθένης οργανώνοντας αυτό το σύστηµα θα οργανώσει τους Δήµους της περιοχής µε σαφή όρια. Στο βόρειο της πεδιάδας των Μεσογείων δηµιουργείται ο Δήµος της Ερχιάς, εδώ ακριβώς που βρίσκεται η σύγχρονη πόλη των Σπάτων. Και πάλι ο οχυρός λόφος προστάτευε την περιοχή, στο ύψωµα, όπου βρίσκονταν οι Μυκηναϊκοί τάφοι. Σ’ αυτό το σηµείο θα πρέπει να βρισκόταν ίσως και η Μυκηναϊκή Ακρόπολη, το γεγονός ότι και στην κλασσική περίοδο η οχυρωµένη Ακρόπολη βρίσκεται στο ίδιο σηµείο δείχνει τη συνέχεια της κατοίκησης στη περιοχή. Ο Δήµος ήταν µία από τις γνωστότερες περιοχές και, όπως µας πληροφορεί ο Πλάτωνας, ο Αλκιβιάδης κατείχε περιοχή 300 περίπου στρεµµάτων που καλλιεργούσε σιτάρι. Πολύ σηµαντικό µνηµείο είναι µία επιγραφή που βρέθηκε στον κάµπο 500 περίπου µέτρα νότια, ονοµάζεται Δηµαρχία η Μείζων και περιλαµβάνει ηµερολόγιο Δηµοτικών θυσιών κυρίως στον Ερµή. Ο Δήµος παίρνει το όνοµά του από τον Ελευσίνιο ήρωα Ερχιό και δείχνει τη σχέση µε τη σιτοκαλλιέργεια που προστάτευε η θεά Δήµητρα που λατρευόταν εκεί.

Ο Δήµος είχε επικοινωνία µε τις γύρω περιοχές µε αµαξιτούς δρόµους που έχουν ήδη ανακαλυφθεί ίχνη τους στις σύγχρονες ανασκαφές. Η οικονοµία παραµένει αγροτική και η επαφή µε την πόλη της Αθήνας είναι αρκετά εύκολη µέσα από οργανωµένες οδικές αρτηρίες. Τα σπίτια γίνονται μεγαλύτερα και πλουσιότερα και η οικονοµική άνθιση είναι σηµαντικότατη. Υπήρχαν αρκετά ιερά και οι γιορτές ήταν συχνές µε πρώτες σε σπουδαιότητα αυτές που είχαν σαν επίκεντρο το Διόνυσο και γιορτάζονταν µε τελετουργίες, ο τρύγος, το µάζεµα των καρπών κλπ. Από την επιγραφή της Δηµαρχίας της Μείζονος του Δήµου της Ερχιάς µαθαίνουµε ότι κάθε χρόνο γίνονταν 60 θυσίες και µερικές µέσα στην Ακρόπολη της Αθήνας.

Το σηµαντικότερο ιερό κοντά στην Ερχιά ήταν το ιερό της Βραυρωνίας Αρτέµιδας στη Λούτσα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι η περιοχή αυτή ήταν τόσο σηµαντική, ώστε υπάρχει η άποψη ότι η εκστρατεία του Αγαµέµνονα κατά της Τροίας και η θυσία της Ιφιγένειας έγινε στον κόλπο της Βραυρώνας και όχι στην Αυλίδα. Το σίγουρο είναι ότι ο Ορέστης επιστρέφοντας από τη χώρα των Ταύρων ήρθε στην Βραυρώνα, έκανε την Ιφιγένεια ιέρεια της Άρτεµης και ίδρυσε το περίφηµο ιερό που διατήρησε τη σηµασία του για εκατοντάδες χρόνια. Από την Ερχιά καταγόταν ο µεγάλος ιστορικός Ξενοφώντας (431– 355π.Χ.). Σ’ αυτόν χρωστάµε άπειρες γνώσεις για την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας που µας περιγράφει µε τα «Ελληνικά» του, αλλά και της εκστρατείας των Ελλήνων στη Μικρά Ασία µε την «Κύρου Ανάβαση» και την «Κάθοδο των Μυρίων». Έχει όµως ασχοληθεί και µε πολλά άλλα θέµατα οικονοµικά, γεωργικά, κυνηγετικά, παιδαγωγικά κλπ. Άλλη µεγάλη µορφή που γεννήθηκε στο Δήµο Ερχιάς ήταν ο ρήτορας Ισοκράτης (436 – 338π.Χ.). Ο πατέρας του ήταν πολύ πλούσιος εργοστασιάρχης που κατασκεύαζε αυλούς. Ο Ισοκράτης σπούδασε στους καλύτερους δασκάλους της Αθήνας και ασχολήθηκε µε τη δικηγορία και την πολιτική. Έχουν σωθεί µόνο 21 λόγοι και 10 επιστολές από τις δεκάδες που έγραψε. Ήταν ο πρώτος που κατάλαβε την αναγκαιότητα να πάψει ο διχασµός των Ελλήνων και να συνασπιστούν κάτω από ένα και µόνο αρχηγό προκειµένου να σταµατήσουν οριστικά τον Περσικό κίνδυνο. Δυστυχώς αυτή την πρώτη ενωτική φωνή στην ισroρία της Ελλάδας την έπνιξαν οι χωριστικές κραυγές του Δηµοσθένη µε ολέθρια αποτελέσµατα στη συνέχεια.

Κάτω από τη Ρωµαϊκή κατοχή η περιοχή χάνει βέβαια την ελευθερία της αλλά όχι την οικονοµική της ευρωστία. Μεγάλα αγροκτήµατα της Ρωµαϊκής εποχής που έχουν ανακαλυφθεί στην περιοχή του αεροδροµίου δείχνουν αυτόν τον πλούτο και την οικονοµική δύναµη. Τα ιερά συνεχίζουν να έχουν δύναµη και πιστούς και η περιοχή εκτός από τις αγροτικές καλλιέργειες γίνεται και τόπος εξοχής για τους πλούσιους Ρωµαίους π.χ. το αγρόκτηµα του Ηρώδη του Αττικού στο Μαραθώνα.

Ο Χριστιανισµός διαδίδεται στα Μεσόγεια σε συνάρτηση πάντα µε την Αθήνα και ολόκληρη την Αττική. Ήδη σε πολύ πρώιµη περίοδο φαίνεται ότι η νέα θρησκεία εδραιώθηκε και οι πληθυσµοί της περιοχής στο µεγαλύτερο µέρος του έγιναν Χριστιανοί. Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία, η πληροφορία ότι κατά το έτος 342 – 343 µ.Χ. υπάρχει επίσκοπος στο Μαραθώνα µε το όνοµα Τρύφων που παίρνει µέρος στη Σύνοδο της Σαρδικής δείχνει ότι ήδη εκείνη την εποχή υπήρχε δυναµικό και οργανωµένο χριστιανικό στοιχείο στην περιοχή. Υπάρχουν αρκετοί ναοί αρκετά πρώιµοι που έχουν µέχρι σήµερα διασωθεί κατάλοιπά τους και δείχνουν ακριβώς αυτή τη χριστιανική παράδοση σ’ αυτά τα χρόνια. Τα ερείπια ενός ναού σε ρυθµό βασιλικής στη Βραυρώνα χρονολογήθηκε περίπου στο 450 – 500 µ.Χ. Στα Σπάτα στη θέση Σκίµπτι ανασκάφηκε το 1964 ένας άλλος ναός στον ίδιο αρχιτεκτονικό ρυθµό, σε πολύ κακή όµως κατάσταση, ώστε τα στοιχεία που δίνει να είναι εξαιρετικά λίγα. Το σηµαντικό είναι ότι πολλοί μελετητές τον θεωρούν αρχαιότερο από τον ανάλογο ναό της Βραυρώνας. Πρόκειται για κτίσµα τρίκλιτο µε δύο σειρές από κολώνες µε µήκος 18µ. περίπου και πλάτος 15,5µ. Το δάπεδό του ήταν στρωµένο µε πήλινες πλάκες. Στο πλάι του ναού υπήρχε κτίσµα µε διάφορους χώρους που µπορεί να θεωρηθεί βοηθητικό για τη λατρεία. Από άποψη εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής στα Σπάτα υπάρχουν δύο ακόµη ναoί, ο ένας ο Άγιος Δηµήτριος κι ο άλλος ο Άγιος Πέτρος σε σταυροειδή ρυθµό. Η περιοχή που βρισκόταν μέχρι προ ολίγου ο ναός του Αγίου Πέτρου φαίνεται ότι ήταν µία πολύ σηµαντική Βυζαντινή τοποθεσία. Μετά τη µετακίνηση και μεταφορά του ναού λόγω της κατασκευής του αεροδρομίου οι ανασκαφές που έγιναν στο χώρο απέδειξαν µια κατοίκιση αιώνων στην περιοχή. Από τον 6οαιώνα ήδη βρέθηκαν λείψανα αγροτικού οικισµού που φαίνεται ότι εκµεταλλευόταν τα χωράφια της εύφορης περιοχής. Η πρώτη αυτή περίοδος χαρακτηρίζεται από µικρή και φτωχική ανάπτυξη, επιδροµές και καταστροφές και γενικά πολύ περιορισµένα οικονοµικά και πολιτιστικά μέσα.

Η επόµενη όµως περίοδος των χρόνων του 9ου – 12ου αιώνα δείχνουν οικονοµική αγροτική ανάπτυξη. Οι πειρατές έχουν κατανικηθεί στη θάλασσα και οι επιδροµές των βαρβάρων έχουν µειωθεί, αφού το Βυζαντινό κράτος βρίσκεται στην καλύτερη περίοδο λάµψης και δύναµης. Η περιοχή ακολουθεί την ανάπτυξη όλης της Αττικής και για πρώτη φορά Βυζαντινός αυτοκράτορας επισκέπτεται την Αθήνα (Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος). Η περιοχή των Μεσογείων εκτός από τις παραδοσιακές καλλιέργειες ελιάς, σιτηρών και αµπελιών συνεχίζει να είναι ένας πολύ όµορφος τόπος αναψυχής για τους πλούσιους Αθηναίους. Σ’ αυτή τη περίοδο ανήκουν και τα ερείπια µεγάλης αγροτικής εγκατάστασης που βρέθηκαν επίσης στον Άγιο Πέτρο που είχε επισκευαστεί και επεκταθεί πολλές φορές. Η χρήση του κτίσµατος χρονολογείται από τον 11ο – 14ο αιώνα µ.Χ. Ευρήµατα, όπως µεγάλα πιθάρια, πήλινες κυψέλες, αποθήκες για φύλαξη σιτηρών µαρτυρούν τον πλούτο αλλά και την πολυπλοκότητα των γεωργικών απασχολήσεων των κατοίκων. Κοντά σ’ αυτό το κτήριο βρέθηκε και µικρό νεκροταφείο της ίδιας εποχής µε λίγα κοσµήµατα, νοµίσµατα κλπ. που µαρτυρούν όµως αρκετά από τα έθιµα της εποχής. Ο 13ος και 14ος αιώνας είναι αιώνες χαρακτηριστικοί και καθοριστικοί για την τύχη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας αλλά και της Αττικής. Το 1204 µ.Χ. οι Φράγκοι της Δ’ Σταυροφορίας καταλαµβάνουν και λεηλατούν την Κων\πολη και χωρίζουν το κράτος σε βασίλεια και φέουδα δυτικού τύπου. Η Αττική θα περάσει µέσα σε 3 περίπου αιώνες από τα χέρια διαφορετικών οικογενειών της Δύσης. Στην επισκοπή της Αθήνας τοποθετείται Λατίνος επίσκοπος. Αρχικά θα κυβερνήσουν στην Αττική οι Γάλλοι δούκες De la Roche (1204 – 1311) στη συνέχεια η περιβόητη Καταλανική εταιρεία που θα δράσει περίπου σα ληστοσυµµορία (1311 – 1387) και τέλος οι Φλωρεντινοί Acciajuolί (1387 – 1456) οπότε θα την καταλάβουν οι Τούρκοι. Η περίοδος γενικά χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και σχετική ηρεµία καθώς και ανεµπόδιστη οικονοµική δραστηριότητα. Στην περιοχή του Αγίου Πέτρου φαίνεται ότι ο σηµαντικός οικισµός που αναφέραµε καταστρέφεται το 1311 από τους Καταλανούς. Τα ερείπια περιλαµβάνουν και κάποιον οχυρωµατικό πύργο, γεγονός που µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι ίσως ήταν η εγκατάσταση κάποιου Φράγκου γαιοκτήµονα. Είπαµε ότι ο 14ος αιώνας κυρίως είναι καθοριστικός για την ιστορία των Σπάτων και γενικά των Μεσογείων και της Αττικής. Στο τέλος αυτού του αιώνα και σε δύο κύµατα γίνεται η εγκατάσταση των Αρβανιτών που προέρχονταν από τις βόρειες περιοχές της Ηπείρου. Αυτή την πρακτική εφάρµοσαν οι Φλωρεντινοί κύριοι της Αθήνας προκειµένου να ενδυναµώσουν τον αγροτικό πληθυσµό αλλά και να βάλουν καλούς πολεµιστές στα σύνορα του δουκάτου της Αθήνας. Ήδη το 1367 η Αιτωλία και η Ακαρνανία είχαν περάσει µετά από µάχες στη κυριότητα των οικογενειών Μπούα και Λιόσα. Στη συνέχεια και µετά από συγκρούσεις µε Βυζαντινούς και Φράγκους φθάνουν στην Αττική ως σύµµαχοι και βοηθοί του Δούκα Νέριο Ατζαγιόλι εναντίον των Καταλανών. Μετά τη νίκη του Νέριο εγκαθίστανται στην Αττική, τα νησιά του Σαρωνικού, τη Νότια Εύβοια και την Πελοπόννησο. Ο Παπαρηγόπουλος αναφέρει ότι ο Θωµάς Η΄ Παλαιολόγος, Δεσπότης του Μυστρά, επέτρεψε σε 10.000 αλβανικές οικογένειες να εγκατασταθούν στην επικράτειά του. Σαν αρχηγός τους, µετά το θάνατο το 1378 του Λιόσα, παραµένει ο Γκίνη Μπούα Σπάτα που ηγείται της µετακίνησής τους. Ο εποικισµός αυτός γέμισε την Αττική κατοίκους και καλλιέργειες και δηµιούργησε µία διαφοροποίηση στην πολιτιστική παράδοση της περιοχής. Στα Μεσόγεια δηµιουργήθηκαν χωριά µε μεικτούς πληθυσμούς. Οι Αρβανίτες παρά το γεγονός ότι διατήρησαν για αιώνες τη γλώσσα τους, εξελληνίστηκαν πλήρως και η νέα παράδοση που δημιουργήθηκε περιλάμβανε στοιχεία και του παλιού και του νέου πληθυσμού. Ονόµατα χωριών της Αττικής όπως Λιόπεσι, Σπάτα κλπ. δείχνουν αυτόν το νέο εποικισμό και τα νέα στοιχεία που έδωσαν νέα δυναμικότητα στις καλλιεργητικές και εμπορικές δραστηριότητες της περιοχής. Η κοινοτική οργάνωση ήταν Πατριαρχική και χαρακτηριζόταν από οικογένειες που αποτελούνταν από περισσότερες μικρές οικογένειες, παντρεμένα αδέλφια π. χ. Σ’ αυτό το σημείο και για να τονίσουμε ακριβώς αυτή τη σύνδεση πολιτιστικών στοιχείων των παλαιών κατοίκων και των Αρβανιτών, θα αναφέρουμε το παράδειγμα του πανηγυριού ή του Τάματος του Αγίου Πέτρου. Ουσιαστικά εδώ συμβαίνει μια τελετουργική θυσία ταύρου στην οποία συμμετέχει όλο το χωριό και στη συνέχεια όλοι πρέπει να φάνε το κρέας του θυσιασμένου ζώου ή ζώων. Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι η καταγωγή αυτού του εθίμου ανάγεται στην Τουρκοκρατία και το θεωρούν Αρβανίτικης προέλευσης γιατί είναι γνωστό ότι οι Αρβανίτες συνήθιζαν αυτές τις δημόσιες θυσίες και την κατανάλωση του μαγειρεμένου κρέατος µε το όνομα κουρμπάν (κουρμπάνια). Αυτό είναι αλήθεια, όμως παρόμοια πρακτική είναι πασίγνωστη από όλη σχεδόν την Ελλάδα και μάλιστα από περιοχές που δεν υπάρχουν Αρβανίτες. Μπορούμε να αναφέρουμε τη θυσία ταύρου στην Αγία Παρασκευή της Μυτιλήνης, στη γιορτή της Παναγίας στις Μενετές στην Κάρπαθο, στον Οξύλιθο στην Εύβοια και αλλού. Η θυσία και το μοίρασμα του κρέατος ταύρου είναι γνωστή πρακτική από τα Μυκηναϊκά χρόνια στην Ελλάδα. Υπάρχουν παραστάσεις µε ταύρους που οδηγούνται στη θυσία, ακόµη και από τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. Γιατί λοιπόν θα πρέπει να αποκλείσουμε ότι η νέα παράδοση που έφτασε στην περιοχή των Σπάτων στα τέλη του 14ου αιώνα δεν βρήκε εδώ ένα ανάλογο υπόβαθρο και συνέχισε να υπάρχει μέχρι τις µέρες µας. Άλλωστε ο μύθος που λέει ότι ο Θησέας καταδίωξε και συνέλαβε τον Ταύρο της Κρήτης στο Μαραθώνα και μετά τον θυσίασε, µας επιβεβαιώνει ακριβώς αυτήν την άποψη. Το έθιµο λοιπόν που επιβιώνει μέχρι τις μέρες µας και παραμένει ζωντανό και ακμαίο και µόνο αυτό είναι ικανό να µας αποδείξει τη δύναμη της παράδοσης και της συνέχειας της κατοίκησης σ’ αυτόν τον χώρο.

 Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας πέρασαν δύσκολα και για την περιοχή όπως και για όλη την Ελλάδα, οι απαγορεύσεις, οι διώξεις, η καταπίεση ήταν κοινά για όλους. Όμως φαίνεται ότι η άµυνα της φυλετική ς παράδοσης ήταν πολύ πιο ισχυρή. Μέσα από όλες τις δυσκολίες οι άνθρωποι διατήρησαν τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμά τους μέχρι σήμερα. Όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1821 τα Μεσόγεια και φυσικά και η περιοχή των Σπάτων πήραν μέρος µε ενθουσιασμό. Από έρευνα που έχουν κάνει ο Λευτέρης Βεκρής και ο Κώστας Πρίφτης και δημοσιεύεται στα πρακτικά της Δ’ Επιστημονικής Συνάντησης Ν.Α. Αττικής, έχουμε πληροφορίες ότι αυτή η συμμετοχή ήταν παλλαϊκή. Αναφέρεται συμμετοχή και στην πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή, στη μάχη του Πειραιά, αλλά Μεσογείτικη παρουσία υπάρχει και στην Τριπολιτσά, Χίο, Τρίκερι κλπ. Αναφέρονται σ’ αυτά τα αρχεία 29 ονόματα Επαναστατών μεταξύ των οποίων τα ονόµατα Αγγέλου, Μαργέτης, Μάρκου, Παππάς, Σιδέρης, Φράγκος κ.α. Η Επανάσταση και οι μάχες φέρνουν καταστροφές αλλά και την πολυπόθητη ελευθερία µε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830. Παράλληλα ο λαός των Σπάτων συνεχίζει άλλοτε στην ειρήνη, άλλοτε στον πόλεμο να ασχολείται µε τις γεωργικές του εργασίες, τις γιορτές, τα πανηγύρια, τους γάμους, τους θανάτους του. Ανάμεσα στα χρόνια που περνούν τα ήθη και τα έθιμα παραμένουν αναλλοίωτα και φθάνουν μέχρι τις ημέρες µας. Νομίζω ότι θα έπρεπε να γίνει πολύς λόγος για τη λαϊκή φορεσιά και τα κοσμήματα, όχι σαν λαογραφικό υλικό, αλλά σαν παράγοντα που δείχνει τη διατήρηση της παράδοσης. Η τοπική φορεσιά της υπόλοιπης Αττικής και γενικά των Μεσογείων, γίνεται ένας τρόπος επίδειξης και απόδειξης της κοινωνικής θέσης της οικογένειας. Διαφέρει η φορεσιά της νέας κοπέλας από της αρραβωνιασμένης ή της παντρεμένης, της ηλικιωμένης , της αγρότισσας, της αρχόντισσας. Η φορεσιά που είναι έργο των χειρών των γυναικών, όπως άλλωστε και όλα τα υφάσματα που χρησιμεύουν στο σπίτι, είναι απόδειξη της επιδεξιότητας και επιπλέον της αξίας και της οικογένειας αλλά και της κόρης που θα δεχτεί τις προτάσεις για το γάμο. Εκεί βέβαια που ο πλούτος και η κοινωνική θέση κυριολεκτικά αστράφτουν, είναι η φορεσιά της νύφης.  Άλλωστε τα κομμάτια και τα ονόματα των ενδυμάτων νομίζω ότι τα γνωρίζετε εσείς καλύτερα από εμένα. Συμπλήρωμα της φορεσιάς ήταν τα κοσμήματα που ήταν κατασκευασμένα είτε από επιχρυσωμένο ασήμι µε χρωματιστές πέτρες ή και από χρυσό ανάλογα µε την κοινωνική θέση και τις οικονομικές δυνατότητες της οικογένειας. Όλα αυτά τα αντικείμενα στολισμού που ταυτόχρονα αποτελούσαν και στοιχεία της «προίκας» της κοπέλας δείχνουν µε τον πιο αδιάψευστο τρόπο τον πλούτο που αναπτύχθηκε στην περιοχή.

Προχωρώντας στον 20ο αιώνα οι δυσκολίες και οι πόλεμοι άρχισαν να συνταράζουν την Ελλάδα ολόκληρη. Πόλεμοι συνεχείς έφεραν και πάλι τους ανθρώπους στα πεδία των µαχών. Και σ’ αυτούς τους αγώνες όλους η περιοχή των Σπάτων είχε τη συμμετοχή και δυστυχώς την προσφορά της σε αίμα. Αν διαβάσετε τα ονόματα που υπάρχουν στο ηρώο της πόλης θα δείτε και πάλι ονόματα ίδια µε των πολεμιστών του ’21 πράγμα που δείχνει βέβαια και τη συνέχεια αλλά και την προσφορά όλων των κατοίκων, όπου η πατρίδα τους κάλεσε. Σήμερα η περιοχή βρίσκεται στο επίκεντρο μιας αλματώδους ανάπτυξης, το τοπίο αλλάζει, οι δυνατότητες διευρύνονται και σ’ όλο τον κόσμο μιλούν για το αεροδρόμιο των Σπάτων. Τώρα αλλάζουν και οι ασχολίες, τα νέα παιδιά μορφώνονται περισσότερο και σιγά – σιγά μπαίνουν σε τομείς άλλους εκτός από το γεωργικό. Οι στατιστικές λένε ότι η περιοχή είναι η πιο γρήγορα αναπτυσσόμενη περιοχή της Ευρώπης.  Τα νέα παιδιά μένουν σταθερά στα ήθη και τα έθιμα του τόπου. Αυτό ας µη θεωρηθεί αναχρονισμός. Αν καταφέρουν να προχωρήσουν μπροστά και να ελέγξουν τις απέραντες δυνατότητες της σύγχρονης εποχής έχοντας όμως κρατήσει την ταυτότητά τους θα είναι η σημαντικότερη επιτυχία των νέων. Πρόοδος δεν σημαίνει εγκατάλειψη των ριζών, αντίθετα μάλιστα. Σήμερα είναι πολύ πιο επιτακτική η ανάγκη για μελέτη της ιστορίας και της παράδοσης του τόπου για να µην υπάρχει ο κίνδυνος της αλλοτρίωσης  και της ισοπέδωσης  των πάντων. <span style="font-weight:bold;"></span> «’Όποιος λαός δεν γνωρίζει την ιστορία του είναι προορισμένος να πεθάνει».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου